ἀγοράζομαι

French (Bailly abrégé)

acheter pour soi-même, faire ses provisions.

Russian (Dvoretsky)

покупать на рынке (χιτώνιον Arph.; τὰ ἐπιτήδεια Xen., Dem.): τὰ ἀγοράσματα ἠγορακέναι Arst. закупить товары.