χιτώνιον
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
English (LSJ)
τό, Dim. of χιτών, prop. woman's frock or shift, Ar.Ra.414 (lyr.), Pl.984, Lys.48,150, Fr.325; τὸ γυναικεῖον τοδὶ χ. ib.632, cf. IG12.386.23, 387.34, 22.1514.51, 1517.125, al., PCair.Zen.776.8 (iii B. C.); also of men's wear, Luc.Merc.Cond.37: prov., [οὐ πρέπει] γαλῇ χ. Stratt.71.
German (Pape)
[Seite 1357] τό, dim. von χιτών; Ar. Lys. 48. 150 Plut. 984; Plat. Ep. XIII, 363 a; Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 petite tunique de femme;
2 ironiq. mauvaise petite tunique.
Étymologie: χιτών.
Russian (Dvoretsky)
χῐτώνιον: τό Arph., Plat., Plut., Luc. demin. к χιτών.
Greek (Liddell-Scott)
χῐτώνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ χιτών, κυρίως ὡς τὸ χιτωνάριον, λεπτὸν γυναικεῖον ἔνδυμα πολυτελές, Becker Charicl. σ. 428 Ε. Τ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 411, Πλ. 984, Λυσ. 48, 150, Ἀποσπ. 312· τὸ γυναικεῖον τοδὶ χ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 530· - ὡσαύτως ἐπὶ ἀνδρῶν, Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 37.
Greek Monotonic
χῐτώνιον: τό, υποκορ. του χιτών, κυρίως γυναικείο ένδυμα ή πουκάμισο, σε Αριστοφ.· επίσης, λέγεται για άνδρες, σε Λουκ.
Middle Liddell
χῐτώνιον, ου, τό, [Dim. of χιτών
properly a woman's frock or shift, Ar.;—also of men, Luc.