ἀγύρτρια

English (LSJ)

ἡ, fem. of ἀγυρτήρ, A.Ag.1273.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
adivina ambulantedespect. de Casandra, A.A.1273, γραῦς Philostr.VA 3.43.

German (Pape)

[Seite 25] ἡ, Bettlerin, Aesch. Ag. 1246.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fém. de ἀγύρτης.

Russian (Dvoretsky)

ἀγύρτρια:обманщица, шарлатанка Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγύρτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἀγυρτήρ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1273, πρβλ. ἀγύρτης.

Greek Monotonic

ἀγύρτρια: ἡ, θηλ. του ἀγυρτήρ (ἀγύρτης), σε Αισχύλ.

English (Woodhouse)

(see also: ἀγύρτης) rogue, beggar woman, roving impostor