ἀδίκειμι
Greek (Liddell-Scott)
ἀδίκειμι: Βοιωτ. ἀντὶ τοῦ ἀδικέω, παθ. μετοχ. ἀδικείμενος (κατ’ Ἐλμσλέϊον) ἀντὶ -ούμενος (μετὰ σημασ. πρκμ.) κοινῶς ὅμως ἀδικειμένος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 914, πρβλ. ἀδικέω ἐν τέλ., καὶ ἴδε Abrens π. Αἰολ. Δ. σ. 210.
Russian (Dvoretsky)
ἀδίκειμι: беот. совершать проступок: τί ἀδικείμενος; Arph. в чем я провинился?