ἀδημιούργητος
English (LSJ)
ἀδημιούργητον, not fashioned, ἀ. πρὸς ἀνάστασιν not made for getting up again, of a fallen elephant, D.S.3.27.
Spanish (DGE)
-ον
1 no creado de la Trinidad, Epiph.Const.Haer.76.50, cf. Procop.Gaz.M.87.32B
•c. prep. ἀ. πρὸς ἀνάστασιν no creado para levantarse de un elefante caído, D.S.3.27.
2 adv. -ως sin ser creado Didym.M.39.841B.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδημιούργητος: -ον, ὁ μὴ εἰργασμένος ὑπὸ ἐργατῶν, τραχύς, ἀκατέργαστος, ὠμός, Διόδ. 3. 26. 2) ὁ μὴ πλασθείς, μὴ δημιουργηθείς, ἄκτιστος, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -ως, αὐτόθι.
Russian (Dvoretsky)
ἀδημιούργητος: неприспособленный (πρός τι Diod.).
German (Pape)
nicht eingerichtet, πρός τι, DS. 3.26; – unerschaffen, K.S.