ἀκατέργαστος
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
ἀκατέργαστον,
A not cultivated, γῆ PTeb.61b32 (ii B. C.); not worked up, Longin.15.5; of bread, not thoroughly baked, Gal.6.484.
II undigested, τροφή Arist.PA650a15, Diocl.Fr.43, etc.; indigestible, Xenocr.112, Gal.6.484.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἀκατείρ- PTeb.999.1.1.5 (II a.C.)
I fisiol. no elaborado, que no es sometido a un proceso de transformación del llamado ‘residuo sanguíneo’ de las hembras op. al de los machos, Arist.GA 766b23, τὸ αἷμα Steph.in Hp.Progn.192.5, τὸ στόμα τῆς ἀκατεργάστου τροφῆς πόρος ἐστί Arist.PA 650a15.
II gener.
1 no trabajado, no cultivado, baldío χέρσος PTeb.l.c., PXV Congr.15.16 (I d.C.), γῆ PTeb.61b.32 (II a.C.).
2 no elaborado del pan poco hecho, poco cocido Gal.6.484
•fig. de ideas poco elaboradas Longin.15.5.
3 subst. τὸ ἀ. deformidad τὸ ἀκατέργαστόν μου εἴδοσαν οἱ ὀφθαλμοί σου tus ojos vieron mi deformidad LXX Ps.138.16.
German (Pape)
nicht verarbeitet, roh, Longin.; – unverdaut, τροφή Arist. part. an. 2.3.9.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατέργαστος: непереработанный, непереваренный (τροφή Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατέργαστος: -ον, ὃν δὲν κατειργάσθη τις, ἄμορφος, Λογγῖν. 15. 5. ΙΙ. ἄπεπτος, ἀχώνευτος, τροφή, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 2. 3, 9. - δύσπεπτος, Γαλην. 6. 484.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατέργαστος, -ον) κατεργάζομαι
αυτός που δεν είναι κατεργασμένος, ο αδούλευτος ή ο άμορφος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει την απαραίτητη μόρφωση, ο αμόρφωτος
2. ο άξεστος στους τρόπους
αρχ.
ο ακαλλιέργητος
«ἀκατέργαστος γῆ»
2. αχώνευτος, άπεπτος
«ἀκατέργαστος τροφή» (Αριστοτ. Περί ζώων μορ. 2, 3, 9)
3. ο δύσπεπτος (Γαλην. 6, 484).