ἀθαλής

English (LSJ)

or ἀθαλλής, ές, of the laurel, not verdant, withered, Plu. Pomp.31, Orac. ap. Ath.12.524b.

French (Bailly abrégé)

c. ἀθαλλής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθαλής: ἢ ἀθαλλής, ές, περὶ δάφνης, μὴ θάλλων, ἐξηραμένος, Πλουτ. Πομπ. 31. Χρησμ. παρ’ Ἀθην. 524Β.

Greek Monotonic

ἀθᾰλής: -ές (θάλλω), λέγεται για τη δάφνη, μη πράσινος, ξερός, αποξηραμένος, μαραμένος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

θάλλω
not verdant, withered, Plut.