ἀκίθαρις

English (LSJ)

ι, without the harp, A.Supp.681 (lyr.).

Spanish (DGE)

(ἀκίθᾰρις) -ιος
• Prosodia: [ᾰκῐ-]
no acompañado de cítara ἀκίθαριν ἄρη A.Supp.681.

French (Bailly abrégé)

ις, ι ; gén. ιος;
sans lyre.
Étymologie: , κιθάρα.

German (Pape)

ohne Saitenspiel, καὶ ἄχορος Ἄρης Aesch. Suppl. 665 ch.

Russian (Dvoretsky)

ἀκίθᾰρις: 2, gen. -ιος бескифарный, т. е. заставляющий молчать кифары (Ἄρης Aesch., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκίθᾰρις: ι, γεν. -ιος, ἄνευ κιθάρας ἢ κιθαρίσματος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 681.

Greek Monolingual

(-ιος), -ι (Α) κίθαρις<d�v> αυτός που δεν έχει κιθάρα.