κίθαρις
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ιος, ἡ, acc. κίθαριν,
A = κιθάρα, Hom. (who never uses the latter form), Od.1.153, al., cf. Alc.Supp. 17, Pi.P.5.65, Ar.Th.124 (lyr.).
II playing on the cithara, οὐκ ἄν τοι χραισμῇ κ. Il.3.54, cf. Od.8.248; κ. καὶ ἀοιδή Il.13.731.
German (Pape)
[Seite 1437] ιος, ἡ, = κιθάρα, die Cither, bei Hom. die gew. Form; κήρυξ δ' ἐν χερσὶν κίθαριν περικαλλέα θῆκε Φημίῳ Od. 1, 153; Pind. P. 5, 65; κίθαρίν τε ματέρ' ὕμνων Ar. Thesm. 124; sp. D. – Das Citherspiel, die Kunst, die Cither zu spielen, ἄλλῳ μὲν γὰρ ἔδωκε θεὸς πολεμήϊα ἔργα, ἄλλῳ δ' ὀρχηστύν, ἑτέρῳ κίθαριν καὶ ἀοιδήν Il. 13, 730; vgl. 3, 54 Od. 8, 248.
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
acc. ιν;
1 cithare;
2 l'art de jouer de la cithare.
Étymologie: κιθάρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίθαρις -ιος, ἡ [~ κιθάρα] acc. κίθαριν citer. uitbr. citerspel, het spelen op de citer:. δῶκε θεός... κίθαριν καὶ ἀοιδήν de god schonk het citerspel en de zangkunst Il. 13.731.
Russian (Dvoretsky)
κίθᾰρις: ιος (κῐ) ἡ (acc. κίθαριν)
1 кифара Hom., Pind., Arph.,;
2 искусство игры на кифаре: κ. καὶ ἀοιδή Hom. умение петь в сопровождении кифары.
English (Autenrieth)
cithara, lyre; for κιθαριστύς, Il. 13.731.
English (Slater)
κῐθᾰρις lyre πόρεν τε κίθαριν (sc. Ἀπόλλων) (P. 5.65) κ]ίθαριν τ[ (supp. Snell) Πα. 12. d. 2.
Greek Monolingual
κίθαρις, -ιος, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. είδος φόρμιγγας ή λύρας («κήρυξ δ' ἐν χερσίν κίθαριν περικαλλέα θῆκεν Φημίῳ», Ομ. Οδ.)
2. η κιθαριστική τέχνη, η τέχνη να παίζει κάποιος κιθάρα, το κιθάρισμα
3. διάδημα που αποτελεί μέρος του στολισμού της κεφαλής τών Εβραίων ιεραρχών
4. μέρος του στολισμού της γυναικείας κεφαλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιός ποιητ. τ. του κιθάρα.
Greek Monotonic
κίθᾰρις: -ιος, ἡ,
I. αιτ. κίθαριν = κιθάρα, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. κιθαριστύς, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κίθᾰρις: -ιος, ἡ αἰτ. κίθαριν, = κιθάρα, Ὅμ., ὅστις οὐδαμοῦ ἔχει τὸν δεύτερον τύπον, Ὀδ. Α. 153, κτλ.· ὡσαύτως παρὰ Πινδ. Π. 5. 61, Ἀριστοφ. Θεσμ. 124. ΙΙ. ὡς τὸ κιθαριστύς, ἡ τέχνη τοῦ παίζειν τὴν κιθάραν, ἡ κιθαριστική, οὐκ ἄν τοι χραίσμῃ κίθαρις Ἰλ. Γ. 54, πρβλ. Ν. 731, Ὀδ. Θ. 248· ― ἰδὲ κιθαρίζω.
Middle Liddell
κίθᾰρις, ιος
I. = κιθάρα, Hom., etc.
II. = κιθαριστύς, Hom.