ἀκανθηρός

English (LSJ)

ά, όν, with spines, of certain fish, Arist.HA621b16 (Comp.).

Spanish (DGE)

-ά, -όν
con espinas o púas ζῷον Arist.HA 621b16.

German (Pape)

[Seite 68] dasselbe, von Fischen, Arist. H. A. 9, 37 im compar.

Russian (Dvoretsky)

ἀκανθηρός: покрытый шипами, колючий (ἰχθύες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκανθηρός: -ά, -όν, ἔχων ἀκάνθας, πλήρης ἀκ., ἐπί τινος ἰχθύος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 37. 16.

Greek Monolingual

ἀκανθηρός, -ά, -όν (Α) ἄκανθα
ο αγκαθερός.