Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
-ή, -ό1. αυτός που έχει πολλά αγκάθια2. το ουδ. ως ουσ. το αγκαθερότόπος γεμάτος αγκάθια.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκάθι + παραγ. κατάληξη -ερός].