ἐπὶ τὰ χείρω καὶ ἐπὶ τὰ βελτίω → for worse or for better, for better or for worse
-ή, -ό1. αυτός που έχει πολλά αγκάθια2. το ουδ. ως ουσ. το αγκαθερότόπος γεμάτος αγκάθια.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκάθι + παραγ. κατάληξη -ερός].