αγκαθερός

From LSJ

ἐπὶ τὰ χείρω καὶ ἐπὶ τὰ βελτίω → for worse or for better, for better or for worse

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που έχει πολλά αγκάθια
2. το ουδ. ως ουσ. το αγκαθερό
τόπος γεμάτος αγκάθια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκάθι + παραγ. κατάληξη -ερός].