αγκαθερός

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που έχει πολλά αγκάθια
2. το ουδ. ως ουσ. το αγκαθερό
τόπος γεμάτος αγκάθια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκάθι + παραγ. κατάληξη -ερός].