ἀκανθολάβος

English (LSJ)

ὁ, instrument for extracting thorns, ibid.:—also ἀκανθολαβίς, ἡ, Glossaria.

Greek Monolingual

ο
εργαλείο για το μάζεμα αγκαθιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άκανθα + -λάβος < έλαβον, λαμβάνω.