άκανθα
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
Greek Monolingual
η (η αγκάθα) (Α ἄκανθα)
1. κεντρί, αγκάθι μυτερό σε φυτά ή έντομα
2. μυτερή προεξοχή ενός οστού
«ρινική άκανθα»
αρχ.
1. φυτό με αγκάθια, γαϊδουράγκαθο
2. αγκαθωτό δέντρο της Αιγύπτου, είδος ακακίας (Ηρόδ. 2.96)
3. το αγκάθι, η βελόνα του σκαντζόχοιρου
4. η σπονδυλική στήλη τών ψαριών (Αισχύλ. απ. 270, Αριστοφ. Σφήκ. 969), τών φιδιών (Ηρόδ. 2.75), τών ανθρώπων (Ηρόδ. 4.72)
5. ο άκανθος
6. μτφ. κάτι το άχρηστο
«οὐ γὰρ ἄκανθαι» (Αριστοφ. απ. 407)
7. μτφ. ἄκανθαι (ζητήσεων)
προβλήματα ακανθώδη (Λουκ. Διάλ. προς Ησίοδον 5)
8. μτφ. η αμαρτία (Γρηγ. Νύσσ. Μ. (46.1136c), η αίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ἄκανθα ξεκίνησε ως βοτανικός όρος που δήλωνε διάφορα είδη αγκαθωτών φυτών. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώνει τα αγκάθια τών ψαριών και, συνεκδοχικά, τον σκελετό τους, φτάνοντας τελικά να σημάνει και τη σπονδυλική στήλη τών ζώων, ερπετών και του ανθρώπου. Δεν υπάρχει γενικότερη συμφωνία ως προς την ετυμολογική προέλευση της λέξεως. Αλλοι δέχονται πως προέρχεται από αρχικό τύπο ἄκ-ανθα «άνθη τών αγκαθιών» κι άλλοι ανάγονται σε αρχικό τ. ἄκαν-θα. Πιθανότερη φαίνεται μια νεώτερη άποψη που ερμηνεύει τη λέξη με απλολογία από τ. ἀκαν-ανθα ή, μάλλον, ἀκαν-ανθος που θα προήλθε από συμφυρμό τών ἄκανος και ἄνθος. Σύμφωνα μ' αυτή την ερμηνεία η σχέση της λ. ἄκανθα με τη ρίζα ακ- «μυτερός» είναι έμμεση, με παρεμβολή του τ. ἄκανος («είδος αγκαθιού-αγκαθωτή κορφή») που ανάγεται σ' αυτή τη ρίζα. Από το πλήθος τών παραγώγων της λ. άλλα συνδέονται με τη σημασία «αγκάθι», ενώ πολλά ονόματα ζώων ή ψαριών φαίνονται να συνδέονται περισσότερο με τις σημασίες «αγκάθι ψαριού, ραχοκοκαλιά, σπονδυλική στήλη. Τέλος η λ. έδωσε λαβή στη δημιουργία πλήθους επιστημονικών όρων, αρχαίων και νέων. Από τον υποκοριστικό τ. του ἄκανθα, το ἀκάνθιον, προήλθε στους μεσαιωνικούς χρόνους ο τ. ἀκάνθιν, απ' όπου τελικά προέκυψε ο νεοελλ. τ. αγκάθι με ηχηροποίηση του κ ως g (γκ), πιθ. από παρετυμολογική επίδραση λέξεων όπως αγκύλη, αγκυλώνω, αγκίστρι (πρβλ. και αγκίδα < ἀκίδα / ἀκίς, αγκινάρα < κινάρα). Ο τ. αγκάθι χρησιμοποιήθηκε ως α' ή β' συνθετικό πολλών νεοελληνικών συνθέτων, φυτωνυμίων κυρίως της λαϊκής ονοματολογίας, ενώ από το αρχ. και λόγιο νεοελλ. ἄκανθα δημιουργήθηκαν κυρίως επιστημονικοί βοτανικοί και ζωολογικοί όροι. Πρβλ. λ.χ. λαϊκά (διαλεκτικά συνήθως) φυτωνύμια, όπως αγκαθοκέφαλο, αγκαθόκλωνο, αγκαθοκολιά, αγκαθόκορφο, αγκαθολάπαθο, αγκαθομανίταρο, αγκαθομαστίχα, αγκαθοροδιά και άλλα σύνθετα με το αγκάθι ως β' συνθετικό: αγριάγκαθο, κεφαλάγκαθο, ξυλάγκαθο, κοκκινάγκαθο, γομαράγκαθο, ψαράγκαθο, ξεράγκαθο, ασπράγκαθο, τετράγκαθο, σταυράγκαθο, γαϊδουράγκαθο, χλωράγκαθο, χριστάγκαθο, μαστιχάγκαθο. Για περισσότερα (αρχική ρίζα, ομόρριζα κ.λπ.) βλ. λήμμα ακ-].Παράγωγα και σύνθετα της λέξης άκανθα:
ΠΑΡ. ακανθηρός, ακανθίας, ακανθικός, ακάνθινος, ακάνθιον, ακανθίς, ακανθίων, ακανθυλλίς, ακανθώδης, ακανθών αρχ. ἀκανθήεις, ἀκανθίζω, ἀκανθοῦμαι νεοελλ. ελληνογενείς επιστημον. όροι: ακανθάρια, ακανθέλλα, ακανθίαση, ακανθίδιο, ακανθίνη, ακανθίτης, ακάνθωμα, ακάνθωση.
ΣΥΝΘ. ακανθοβόλος, ακανθόνωτος, ακανθοστεφής, ακανθοφάγος, ακανθοφόρος
αρχ.
ἀκανθοβάτης, ἀκανθοπλήξ, ἀκανθοφυῶ
(μσν. νεοελλ.) ακανθολόγος, ακανθοτρόφος, ακανθόχοιρος
μσν.
ἀκανθοβελής, ἀκανθόβλαστος, ἀκανθοτόκος
νεοελλ.
ακανθακτινέλλα, ακανθαστήρ, ακανθεφίππιο, ακανθεφύρα, ακανθεχίνος, ακανθόβιος, ακανθόγλωσσος, ακανθοδάκτυλος, ακανθοειδής, ακανθοζωίδια, ακανθόκαρπος, ακανθόκερας, ακανθοκέφαλα, ακανθόκινος, ακανθόκλαδος, ακανθόκορμος, ακανθόκτενο, ακανθοκύβιο, ακανθολάβος, ακανθόλαβρος, ακανθολείμων, ακανθολεπίς, ακανθόλυση, ακανθομαστίχη, ακανθόμετρο, ακανθόνημος, ακανθοπάναξ, ακανθόρριζα, ακανθοσίκυος, ακανθόσπορος, ακανθόσταυρος, ακανθόσταχυς, ακανθόστιγμα, ακανθόσφαιρα, ακανθόσωμα, ακάνθουρος, ακανθόφις, ακανθοφοίνιξ, ακανθόφυλλο, ακανθοχίασμα, ακανθοχίτων.