μάζεμα

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source

Greek Monolingual

και μάζευμα, το και μαζεμός, ο μαζεύω
1. συνάθροιση
2. συλλογή αντικειμένων («μάζεμα παλιών φωτογραφιών»)
3. τακτοποίηση αντικειμένων
4. συστολή, συρρίκνωση
5. στον πληθ. τα μαζέματα
α) πράγματα κατώτερης ποιότητας
β) (για πρόσ.) άτομα ανάξια λόγου, καθάρματα
6. φρ. «δεν έχω μαζεμό» — δεν μαζεύομαι σπίτι μου, είμαι συνεχώς έξω από το σπίτι μου.