μάζεμα
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
Greek Monolingual
και μάζευμα, το και μαζεμός, ο μαζεύω
1. συνάθροιση
2. συλλογή αντικειμένων («μάζεμα παλιών φωτογραφιών»)
3. τακτοποίηση αντικειμένων
4. συστολή, συρρίκνωση
5. στον πληθ. τα μαζέματα
α) πράγματα κατώτερης ποιότητας
β) (για πρόσ.) άτομα ανάξια λόγου, καθάρματα
6. φρ. «δεν έχω μαζεμό» — δεν μαζεύομαι σπίτι μου, είμαι συνεχώς έξω από το σπίτι μου.