ἀκαραδόκητος

English (LSJ)

ἀκαραδόκητον, unexpected, Eust.1127.62.

Spanish (DGE)

-ον inesperado Eust.1127.63.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαραδόκητος: -ον, = ἀπροσδόκητος, Εὐστ. 1127. 62.

Greek Monolingual

ἀκαραδόκητος, -ον (Α) καραδοκῶ
ο απροσδόκητος.

German (Pape)

unerwartet, Eust.