καραδοκῶ

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Mantoulidis Etymological

(=περιμένω μέ ἀγωνία καί προσοχή). Ἀπό τό κάρα, τό (=κεφάλι) + δοκεύω (παραμονεύω).