ἀκατάχρηστος

English (LSJ)

ἀκατάχρηστον, unused, Eust.812.52, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ον
inusitado, ἀκρίβεια Eust.812.52, cf. Gloss.2.222.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάχρηστος: -ον, ἄχρηστος, ὃν δὲν μετεχειρίσθη τις, Εὐστ. 812. 52.

Greek Monolingual

ἀκατάχρηστος, -ον (Μ) καταχρῶμαι
άχρηστος ή αμεταχείριστος.

German (Pape)

ungebräuchlich, Eust.