ἀκαταλληλία
English (LSJ)
ἡ,
A failure to conform with rules, inaccurate designation, PGnom.138 (ii A. D.).
II Gramm., false concord, A.D.Synt. 167.1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 no correspondencia αἱ ἀγόμεναι ὑπὸ μισσικίων γυναῖκες Αἰγύπτιαι, ἐὰν χρηματίσωσι ὡς Ῥωμαία, τῷ τῆς ἀκαταλληλίας κρατεῖται = las mujeres egipcias que se casan con soldados licenciados caen bajo el concepto de no correspondencia (e.e., transgresión de la ley de status civil) si actúan mercantilmente como romanas, PGnom.53 (II d.C.).
2 gram. falsa concordancia A.D.Synt.167.2.
Greek Monolingual
η (Α ἀκαταλληλία) ἀκατάλληλος
1. η ακαταλληλότητα
2. αποτυχημένη, λαθεμένη προσαρμογή σε κανόνες.
German (Pape)
ἡ, Inconcinnität, Gramm.