ἀκαταπάτητος

English (LSJ)

ἀκαταπάτητον, v.l. for ἀκατάποτος (q.v.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταπάτητος, -ον) καταπατῶ
εκείνος που δεν έχει καταπατηθεί ή δεν μπορεί να καταπατηθεί, να παραβιαστεί
«ακαταπάτητα κτήματα», «ακαταπάτητα δικαιώματα».