ἀκατάποτος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
ἀκατάποτον, not to be swallowed, LXX Jb.20.18.
Spanish (DGE)
-ον
no tragado (mala trad. del hebr. lo’ ya ‘ălōs) LXX Ib.20.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάποτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπίῃ, Ἑβδ. (Ἰὼβ κ΄, 18).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάποτος, -ον) (νεοελλ. και ακατάπιοτος) καταπίνω
αυτός που δεν καταπίνεται ή δεν μπορεί να τον καταπιεί κανείς.
German (Pape)
nicht zu verschlucken, LXX.