ἀκεστικός

English (LSJ)

ἀκεστική, ἀκεστικόν, fitted for healing or fitted for mending: ἡ ἀκεστική (sc. τέχνη) = art of mending Democr.154, Pl.Plt. 281b, Ael.NA6.57, Gal.Thras.30.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
relativo al arte de zurcir, relativo al arte de remendar, relativo al arte de tejer (τέχνη) ὑφαντικὴ καὶ ἀκεστική de la araña, Democr.B 154, Ael.NA 6.57, cf. Pl.Plt.281b, Gal.5.862.

German (Pape)

[Seite 71] zum Heilen, Ausbessern gehörig, ἡ ἀκεστική. sc. τέχνη, Schneiderkunst, Plat. Polit. 281 b; Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à remettre en état ; ἡ ἀκεστική (τέχνη) métier de ravaudeur, métier de tailleur.
Étymologie: ἀκέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκεστικός: -ή, -όν, = κατάλληλος πρὸς θεραπείαν ἢ διόρθωσιν: ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη) = ἡ τῶν ἱματίων διορθωτική, Πλάτ. Πολιτ. 281B.

Greek Monolingual

ἀκεστικός, -ή, -όν (Α) ἀκεστός
1. αυτός που είναι κατάλληλος να γιατρέψει ή να επιδιορθώσει
2. ἡ ἀκεστικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη του θεραπευτή, του γιατρού
3. η τέχνη εκείνου που επιδιορθώνει σκισμένα ενδύματα
«κναφευτικὴν σύμπασαν καὶ τὴν ἀκεστικὴν» (Πλάτ. Πολιτ. 281 b).