ἀκλήιστος

English (LSJ)

ἀκλήιστον, v. ἄκλειστος.

Spanish (DGE)

v. ἄκλῃστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκλήιστος: -ον, ἴδε ἐν λ. ἄκλειστος. ΙΙ. (κλείζω), ἀνώνυμος, ἄδοξος, Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

(I)
ἀκλήιστος, -ον (Α)
άκλειστος.
(II)
ἀκλήιστος, -ον (Α) κληίζω
ο δίχως φήμη, άδοξος.