ἀκονίατος

English (LSJ)

ἀκονίατον, (κονιάω) unplastered, not whitewashed, Thphr. HP 8.11.1, cf. Gal.13.356 (nisi leg. ἀκώνητος).

Spanish (DGE)

-ον
no encalado, no pintado de cal οἴκημα Thphr.HP 8.11.1, ἄγγος Gal.13.356, θησαυρός PMich.226.30 (I d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκονίᾱτος: -ον, (κονιάω) ὁ μὴ κεκονιαμένος, μὴ «ἀσπρισμένος» δι’ ἀσβέστου, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 8. 11, 1.

German (Pape)

[ᾱτ] ungetüncht, Theophr.