ἀκώνητος

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκώνητος Medium diacritics: ἀκώνητος Low diacritics: ακώνητος Capitals: ΑΚΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: akṓnētos Transliteration B: akōnētos Transliteration C: akonitos Beta Code: a)kw/nhtos

English (LSJ)

ἀκώνητον, unpitched, Dsc.1.7. ἄκωνος, ον, without conical top, πιλος J.AJ3.7.3. ἀκώπητος, ον, not having oars: unequipt, AB373, Hsch. ἄκωπος, ον, without oars, AP9.88 (Phil.).

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): dór. -ατος ICr.1.17.2a.8 (Lebena II a.C.)
no recubierto de pez, no embreado κεράμιον PCair.Zen.743.3 (III a.C.), σκεῦα κεράμινα ICr.l.c., ἀγγεῖον Dsc.1.7.4, v. tb. ἀχώνευτος.

Greek Monolingual

ἀκώνητος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι αλειμμένος με πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωνῶ (-άω) «καλύπτω με πίσσα»].