ἀκρατία

English (LSJ)

Ion. ἀκρατίη, = ἀκράτεια, Pl.Grg. 525a, dub. in Hp.Coac. 166. ἀκρᾱτία, ἡ (sic), for ἀκρασία, absence of mixture, Dam.Pr. 155 (s.v.l.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ falta de mezcla Dam.in Prm.155.
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη
intemperancia, falta de dominio propio ὑπὸ τροφῆς καὶ ὕβρεως καὶ ἀκρατίας Pl.Grg.525a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρᾰτία: ἡ, ἴδε ἐν λ. ἀκράτεια.

Greek Monolingual

ἀκρατία, η (Α)
παράλληλος τύπος της λ. ακράτεια.

German (Pape)

ἡ, att., Thuc.; Plat., Nebenform von ἀκράτεια.