ἀκροχορδών
German (Pape)
[Seite 85] όνος, ἡ (στενην ἔχει βάσιν ὡς δοκεῖν ἐκκεκρεμάσθαι ἄκρῳ χορδῆς ὡμοιωμένη, Paul. Aeg.), Warze mit dünnem Stiele, Plut. Fab. 1, u. sonst; Medic.
French (Bailly abrégé)
όνος (τό) :
verrue avec une petite queue mince.
Étymologie: ἄκρος, χορδή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκροχορδών -όνος, ἡ ἄκρος, χορδή wrat.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροχορδών: όνος ὁ бородавка с тонкой ножкой Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροχορδών: -όνος, ἡ, (χορδή) σάρκωμα ἔχον λεπτὸν λαιμὸν (κρεατοελῃά), Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλουτ. Φαβ. 1, Γαλην., κτλ., διακρίνεται δὲ τοῦ ὀνόματος μυρμήκια, τά, Παῦλ. Αἰγ. 4. 15.
Spanish (DGE)
-όνος, ἡ
verruga de pedúnculo delgado Hp.Aph.3.26, Plu.Fab.1, Dsc.2.64, Crit.Hist. en Gal.12.449, Gal.12.142, Iul.Mis.339c, Gr.Nyss.Eun.2.571, Paul.Aeg.4.15, Cyran.1.16.12.
Greek Monotonic
ἀκροχορδών: γεν. -όνος, ἡ (χορδή), σάρκωμα με λεπτό λαιμό, κρεατοελιά, σε Πλούτ.