ἀλίασσις

English (LSJ)

ἡ, either assembly (cf. ἁλίαA), or for ἀλ-λίασσις, = ἀναλίασσις, withdrawal (cf. λιάζομαι), IG4.554 (Argos, V B.C.).

Spanish (DGE)

-ιος, ἁ
decisión de la asamblea en Argos Schwyzer 78.4 (Argos V a.C.), cf. ἡλίασις.

Greek Monolingual

ἁλίασσις (-ιος), η (Α)
συνέλευση της αλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλιάζομαι (πρβλ. συναλιάζω «συνάγω, συναθροίζω») < ἁλία (Ι)].