συνέλευση
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
Greek Monolingual
η / συνέλευσις, -εύσεως, ΝΜΑ
συνάθροιση πολλών ατόμων στον ίδιο τόπο και κατά τον ίδιο χρόνο με σκοπό την ανταλλαγή σκέψεων και τη λήψη αποφάσεων
νεοελλ.
1. το σύνολο τών προσώπων που συγκεντρώνονται για να ανταλλάξουν σκέψεις και να πάρουν αποφάσεις
2. φρ. α) «εθνική συνέλευση»
i) συνέλευση που προέρχεται από τον λαό, αντιπροσωπεύει το έθνος, συνέρχεται σε έκτακτες περιστάσεις και ασκεί συντακτική εξουσία, αλλ. εθνοσυνέλευση («η Β' Εθνική Συνέλευση του Άστρους της 29.3.1823»)
ii) ονομασία της βουλής σε ορισμένες χώρες
β) «συνέλευση τών τάξεων»
i) σώμα αντιπροσώπων τών Ηνωμένων Επαρχιών τών Κάτω Χωρών κατά την περίοδο 1579-1795
ii) η συνέλευση τών αντιπροσώπων τών τριών τάξεων της Γαλλίας, του κλήρου, τών ευγενών και της μη προνομιούχας τρίτης τάξης, κατά την περίοδο της μοναρχίας, πριν από την επανάσταση του 1789
γ) «τακτική συνέλευση» — συνέλευση που συγκαλείται σε τακτά χρονικά διαστήματα, σύμφωνα με το καταστατικό της αντίστοιχης οργάνωσης
δ) «έκτακτη συνέλευση» — συνέλευση που συγκαλείται στο μεσοδιάστημα τών τακτικών συνελεύσεων και της οποίας η σύγκληση γίνεται βάσει τών σχετικών διατάξεων του καταστατικού της αντίστοιχης οργάνωσης
ε) «γενική συνέλευση» — περιοδική συγκέντρωση τών μελών σωματείου, συλλόγου, εταιρείας ή πρωτοβάθμιας πολιτικής ή κοινωνικής οργάνωσης, η οποία αποτελεί και το κύριο όργανό τους
στ) «γενική συνέλευση μετόχων» — το ανώτατο όργανο ανώνυμης εταιρείας που αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεσμεύουν και τους απόντες και τους διαφωνούντες μετόχους
ζ) «Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ»
διεθν. δίκ. κύριο όργανο του ΟΗΕ στο οποίο αντιπροσωπεύονται όλα τα κράτη-μέλη του οργανισμού, και που λειτουργεί σε τακτικές ετήσιες συνόδους οι οποίες αρχίζουν τον Σεπτέμβριο, σε έκτακτες συνόδους, όταν παρουσιάζεται ανάγκη, και σε επείγουσες έκτακτες συνόδους οι οποίες συγκαλούνται μέσα σε διάστημα 24 ωρών
η) «συνέλευση πιστωτών» — τρόπος περάτωσης μιας πτώχευσης κατά τον οποίο, αφού επαληθευθούν οι πιστώσεις, συνέρχονται οι πιστωτές για να διασκεφθούν επί τῶν προτάσεων του πτωχεύσαντος, αλλ. πτωχευτικός συμβιβασμός
θ) «συντακτική συνέλευση» — η εθνική συνέλευση, που αναθεωρεί το Σύνταγμα ή συντάσσει νέο Σύνταγμα
μσν.
1. συνεργασία, σύμπραξη
2. κοινόβιο μοναχών
μσν.-αρχ.
συνεύρεση, συνουσία
αρχ.
1. γάμος
2. (για πράγμ.) α) συναγωγή, συλλογή («συνέλευσις κιόνων», Ιώσ.)
β) συνδυασμός, ένωση
3. γραμμ. α) συναίρεση
β) κράση
4. τόπος συνάθροισης («ἤκουσαν πάντες οἱ ἄνθρωποι... καὶ ἦλθον εἰς συνέλευσιν Βαιθηλβερίθ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἔλευσις «ερχομός» (πρβλ. μετέλευσις, προέλευσις)].