ἀλατόμητος
German (Pape)
[Seite 90] nicht aus dem Steinbruche gebrochen, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλᾱτόμητος: -ον, ὁ μὴ λατομηθείς, μὴ κοπείς, τετράγωνος, παρὰ Κλημ. Ἀλ. 452.
Spanish (DGE)
-ον
en bloque, no cortado (λίθοι) Herm.Sim.9.16.7, πέτρα Procl.CP M.65.709B.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀλατόμητος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν λατομήθηκε, που δεν κόπηκε από λατομείο
2. (για τη γη) αυτή στην οποία δεν δημιουργήθηκαν, δεν ανοίχθηκαν λατομεία
αρχ.-μσν.
ο αλάξευτος, απετροκόπητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λατομητός < λατομώ].