ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
-η, -ο (Μ ἀλάξευτος. –ον)
αυτός που δεν λαξεύτηκε ή δεν μπορεί να λαξευτεί, απελέκητος, ακατέργαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερ. + λαξευτός < λαξεύω.