τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple
(AM λατομῶ, -έω) λατόμοςεξορύσσω λίθους ή μάρμαρα, εργάζομαι σε λατομείομσν.σκαλίζω παραστάσεις σε σκληρή επιφάνεια, λαξεύωαρχ.φρ. «λατομώ λάκκον» — σκάβω βραχώδες μέρος για να εξορύξω πέτρες ή μάρμαρα.