ἀλγεσίδωρος

English (LSJ)

ἀλγεσίδωρον, bringing pain, Ἔρις Sapph. 125; Ἔρις Opp. H. 2.668.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que trae dolor s. cont., Sapph.172, Ἔρις Opp.H.2.668, δακρύων στυγίη χύσις ἀ. IKPolis 71.19 (II d.C.).

German (Pape)

[Seite 90] Schmerz bringend, Opp. H. 2, 668.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλγεσίδωρος -ον ἀλγέω, δῶρον die smart brengt.

Russian (Dvoretsky)

ἀλγεσίδωρος: приносящий страдания Sappho.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλγεσίδωρος: -ον, φέρων πόνον, Σαπφ. 125, Ὀππ. Ἁλ. 2. 668.

Greek Monolingual

ἀλγεσίδωρος, -ον (Α)
αυτός που προκαλεί άλγος, πόνο, ψυχική οδύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλγεσι- (< ἄλγος) + -δωρος (< δῶρον)].