ἀλγεσίθυμος
English (LSJ)
ἀλγεσίθυμον, grieving the heart, Orph.H.65, cf. PMag.Lond. 121.355.
Spanish (DGE)
(ἀλγεσίθῡμος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que hace sufrir al corazón πόνος Orph.H.65.6, cf. PMag.7.356.
German (Pape)
[Seite 90] πόνος, herzkränkend, Orph. H. 64.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλγεσίθῠμος: -ον, ὁ θλίβων, λυπῶν τὴν καρδίαν, Ὀρφ. Ὕ. 64.
Greek Monolingual
ἀλγεσίθυμος, -ον (Α)
αυτός που θλίβει την καρδιά μας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ἀλγεσι- (< (ἄλγος) + θυμὸς για τη σημασία του επιθ. πρβλ. και τερψίμβροτος.
Léxico de magia
-ον que aflige al corazón en plu. de seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς ... ἀλκιμοβρίθους, ἀλγεσιθύμους os invoco a vosotros, poderosos, que afligís al corazón P IV 1364 P VII 355