ἀλεός

English (LSJ)

ἀλεόν,
A = ἀλεεινός, Hsch.
II = ἠλεός, Hdn.Gr.2.909, EM 59.45.

Spanish (DGE)

-όν v. ἠλεός
-όν
caliente en distintos grados de intensidad ἀλεόν· θερμόν. ἢ χλιαρόν Hsch., ἀλεός· διάπυρος Hsch.

German (Pape)

[Seite 93] dor. für ἠλεός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεός: -όν, = ἀλεεινός, «διάπυρος» Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ. ΙΙ. ἴδε ἐν λ. ἠλεός ΙΙ.

Greek Monolingual

ἀλεός, -όν (Α) ἀλέα ΙΙ]
1. θερμός, χλιαρός, διάπυρος
2. ανόητος, μωρός.