ἀλημοσύνη

English (LSJ)

ἡ, (ἄλη) wandering about, Man.4.34, D.P.716: in plural, A.R.2.1260 codd., Man.6.226.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
correría, vagabundeo D.P.716, Man.4.34
en plu. A.R.2.1260 (cód., pero cf. δαημοσύνη), Man.6.226.

German (Pape)

[Seite 95] ἡ, das Umherirren, Ap. Rh. 2, 1260; Dion. Per. 716; Maneth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλημοσύνη: ἡ, (ἄλη) ἡ περιπλάνησις, τὸ περιφέρεσθαι, Διον. Π. 716: κατὰ πληθ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1264.

Greek Monolingual

ἀλημοσύνη, η (Α) ἀλήμωνπεριφορά, περιπλάνηση.