περιπλάνηση

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

η / περιπλάνησις, -ήσεως, ΝΜΑ περιπλανώμαι
άσκοπη μετακίνηση σε διάφορους τόπους
νεοελλ.
εκτροπή από τον σωστό δρόμο, χάσιμο του δρόμου.