ἀλθήεις

English (LSJ)

ἀλθήεσσα, ἀλθήεν, healing, wholesome, Nic.Th.84,645.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν curativo, saludable Nic.Th.84.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλθήεις: εσσα, εν, θεραπεύων, ὑγιεινός, Νικ. Θ. 84. 645.

Greek Monolingual

ἀλθήεις, -εσσα, -εν (Α) ἀλθαίνω
αυτός που γιατρεύει, θεραπευτικός, ιαματικός.

German (Pape)

εσσα, εν, heilsam, Nic. Th. 84.645.