curativo
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Spanish > Greek
ἀπαλλακτικός, ἀλεξιφάρμακος, ἀλθήεις, ἀνασκευαστικός, βαλλάδη, ἀκεσίπονος, βοηθήσιμος, ἀνασταλτικός