ὑγιεινός
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
English (LSJ)
[ῠ], ή, όν,
A good for the health, wholesome, sound, healthy, Hp.Aph.3.15 (Comp.), 3.9 (Sup.); χωρία ὑ. healthy countries, X.Cyr. 1.6.16, cf. Pl.R. 401c; of food, wholesome, X.Mem.1.6.5, Pl.Ion 531e, etc.; σιτία ὑγιεινότατα Isoc.1.45; τὰ ὑ. ὑγίειαν ἐμποιεῖ Pl.R. 444c, etc.; ὕδωρ ὑ. Id.Phlb.61c.
2 of or relating to health, τέχνη, πραγματεία, etc., Gal.6.135, 1.301, etc.; τὸ ὑ. Arist.Metaph.1003a35, 1060b37.
b of a person, devoted to the preservation of health, a hygienist, τὴν τοιαύτην διάθεσιν ἰατροῦ καὶ οὐχ ὑγιεινοῦ λύειν (sc. ἐστί) Erasistr. ap.Gal.Thras.38, cf. Gal.6.77.
3 of persons, healthy, sound, μὴ πάνυ ὑ. φύσει Pl.R. 408e, cf. a; ὑ. σῶμα Id.Lg.728e; βίος ib.733e, etc.: ὑγιεινόν health, opp. νοσερόν, Arist.Rh.1355b30.
II Adv., ὑγιεινῶς ἔχειν = ὑγιαίνειν, Pl.R. 407c,571d; ὑ. φέρειν τι without injury to health, Hp.Art.41 (v.l. ὑγιηρῶς); ὑ. ποιεῖν τι from regard to health, Pl.Grg. 522a; but ὑ. βαδίζειν, = ὡς ἂν ὁ ὑγιαίνων, Arist.EN1129a16: Comp. -οτέρως and -ρον, X.Lac.2.5, Mem.3.13.2: Sup. -ότατα ib.4.7.9.
German (Pape)
[Seite 1170] der Gesundheit zuträglich, heilsam, gesund; χωρίον, Xen. Cyr. 1, 6, 16; compar., Mem. 3, 12, 3; ὕδωρ, Plat. Phil. 61 c; τόπος, Rep. III, 401 c; τὰ ὑγιεινὰ ὑγίειαν ἐμποιεῖ, Rep. IV, 444 c; Gegensatz νοσώδης, Theaet. 171 e; – auch = gesund seiend, kräftig, ἄνδρας πρὸ τῶν τραυμάτων ὑγιεινούς τε καὶ κοσμίους ἐν διαίτῃ, Rep. III, 408 a; u. so ὑγιεινῶς ἔχειν, ib. 407 c; ὑγιεινοτέρως, Xen. Lac. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui contribue à la santé, salubre;
2 bien portant, sain ; τὸ ὑγιεινόν la santé;
Sp. ὑγιεινότατος.
Étymologie: ὑγίεια.
Russian (Dvoretsky)
ὑγιεινός: (ῠ)
1 здоровый, полезный для здоровья (χωρίον Xen.; σιτία Isocr.);
2 здоровый, пользующийся здоровьем (σῶμα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑγιεινός: [ῠ], ή, όν, (ὑγιὴς) ὡς καὶ νῦν, συντελῶν πρὸς ὑγείαν, καλὸς καὶ ὠφέλιμος εἰς τὴν ὑγείαν, Ἱπποκρ. Ἀφ. 1247· χωρίον ὑγιεινόν, δηλ. οὐχί νοσηρόν, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 16, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 401C· ἐπὶ τροφῆς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 5, Πλάτ., κλπ.· σιτία ὑγιεινότατα Ἰσοκρ. 12Α· τὰ ὑγιεινὰ ὑγίειαν ἐμποιεῖ Πλάτ. Πολ. 444C, κλπ.· ὕδωρ ὑγ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 61C· - ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς ὑγείαν, τέχνη, πραγματεία Γαλην., πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 1., 10. 3, 3. 2) ἐπὶ προσώπων, ὑγιής, ὑγιηρός, «γερός», Λατ. sanus, πάνυ ὑγ. φύσει Πλάτ. Πολ. 408Ε, πρβλ. Α· ὑγ. σῶμα ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 728Ε· βίος αὐτόθι 733Ε, κλπ.· τὸ ὑγ., ὑγεία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νοσερόν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 1. ΙΙ. Ἐπίρρ., ὑγιεινῶς ἔχειν, = ὑγιαίνειν, Πλάτ. Πολ. 407C, 571D· ὑγ. φέρειν τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 807· ὑγ. ποιεῖν τι, ἀποβλέπειν εἰς τὴν ὑγείαν, Πλάτ. Γοργ. 522Α· βαδίζειν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 1, 4. - Συγκρ. ὑγιεινοτέρως καὶ -ρον, Ξεν. Λακ. 2, 5, Ἀπομν. 3. 13, 2· ὑπερθετ. -ότατα, αὐτόθι 4. 7, 9.
Greek Monolingual
-ή, -ό/ ὑγιεινός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που συντελεί στη διατήρηση της υγείας ενός οργανισμού (α. «υγιεινό κλίμα» β. «περί τε τῶν νοσηρῶν χωρίων καὶ τῶν ὑγιεινῶν», Ξεν.)
2. (για τροφή) θρεπτικός (α. «τα φρούτα είναι υγιεινή τροφή» β. «τῶν σιτίων τοῖς ὑγιεινοτάτοις χαίρειν», Iσοκρ.)
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγεία
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. βλ. υγιεινή
αρχ.
1. (για πρόσ.) i) υγιής
ii) αυτός που ασχολείται με τη διατήρηση της υγείας τών άλλων, γιατρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑγιεινόν
υγεία.
επίρρ...
υγιεινώς / ὑγιεινῶς, ΝΜΑ, και υγιεινά Ν
με υγιεινό τρόπο ή σε καλή υγιεινή κατάσταση
αρχ.
1. χωρίς βλάβη της υγείας («πολλοὶ μέντοι ἤδη καὶ εὐφόρως ἤνεικαν καὶ ὑγιεινῶς τὴν κύφωσιν ἄχρι γήρων», Ιπποκρ.)
2. σύμφωνα με τον τρόπο υγιούς ανθρώπου («λέγομεν γὰρ ὑγιεινῶς βαδίζειν, ὅταν βαδίζῃ ὡς ἂν ὁ ὑγιαίνων», Αριστοτ.)
3. φρ. α) «ὑγιεινῶς ἔχω» — είμαι καλά στην υγεία μου, υγιαίνω (Πλάτ.)
β) «ὑγιεινῶς διάγω» — ζω σύμφωνα με τις επιταγές της υγιεινής (Ξεν.)
γ) «ὑγιεινῶς ποιῶ τι» — αποβλέπω στη διατήρηση της υγείας (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιεσ-νός (< θ. υγιεσ- του σιγμόληκτου επιθ. ὑγιής) με απλοποίηση του συμπλέγματος -σν- και αντέκταση (πρβλ. ἀλγεινός < ἀλγεσνός, ὀρεινός < ὀρεσνος)].
Greek Monotonic
ὑγιεινός: [ῠ], -ή, -όν (ὑγιής),
1. καλός για την υγεία, ωφέλιμος, σωτήριος, θρεπτικός, επωφελής, χρήσιμος, σε Ξεν. κ.λπ.
2. λέγεται για πρόσωπα, υγιής, γερός, Λατ. sanus, σε Πλάτ.· τὸ ὑγιεινόν, υγεία, σε Αριστ.
II. επίρρ., ὑγιεινῶς ἔχειν = ὑγιαίνειν, σε Πλάτ.· συγκρ. ὑγιεινοτέρως και -ρον, υπερθ. -ότατα, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὑ˘γιεινός, ή, όν ὑγιής
I. good for the health, wholesome, sound, healthy, Xen., etc.
2. of persons, healthy, sound, Lat. sanus, Plat.; τὸ ὑγ. health, Arist.
II. adv., ὑγιεινῶς ἔχειν, = ὑγιαίνειν, Plat.: —comp. ὑγιεινοτέρως and -ρον, Sup. -ότατα, Xen.