ἀλλ'ἤ

Greek Monotonic

ἀλλ'ἤ: (αντί ἄλλο ἤ), εκτός, ξεχωριστά, παρά μόνο, μόνο μετά από αρνητικές λέξεις, οὐδεὶς ἀλλ' ἢ ἐκείνη, κανείς άλλος από αυτήν, σε Ηρόδ.· ἀργύριον μὲν οὐκ ἔχω ἀλλ' ἢ μικρόν τι, σε Ξεν.