ἀλλαντοειδής

English (LSJ)

ἀλλαντοειδές, sausage-shaped, ἀ. ὑμήν the allantoid membrane of the foetus, Gal. UP15.5, Aët. 16.2.

Spanish (DGE)

-ές
de forma de morcilla anat. ἀ. ὑμήν membrana alantoide del feto, el alantoide Gal.4.231, Aët.16.2
subst. ὁ ἀ. Nemes.Nat.Hom.M.40.704A.

German (Pape)

[Seite 102] ές, wurstförmig, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλαντοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα ἀλλᾶντος, ἀλλ. ὑμήν, χιτών, ἡ ἀλλαντοειδὴς μεμβρᾶνα τοῦ ἐμβρύου, Σωραν. σ. 68, ἔκδ. Dietz., ἴδε Greenh. Θεόφρ. σ. 332.

Greek Monolingual

-ες (Α ἀλλαντοειδής)
αυτός που έχει σχήμα αλλάντος, λουκάνικου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλᾶς (-ᾶντος) + -ειδὴς < εἴδος].