ἀλληγορητής
English (LSJ)
ἀλληγορητοῦ, ὁ, allegorical expounder, Eust.123.32.
Spanish (DGE)
-οῦ
que explica por alegorías, alegorista Thdt.M.80.137D, Procop.Gaz.M.87.220A, cf. Eust.123.32.
German (Pape)
[Seite 102] ὁ, allegorischer Erklärer; μύθων, heißt Palaephatus, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλληγορητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀλληγορικῶς ἑρμηνεύων, ἑρμηνευτὴς ἀλληγορικός, Θεοδώρητ., Εὐστ.: - ἀλληγοριστῶν, Εὐσέβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 271Α, ἔνθα ὁ Δινδ. -ητῶν.
Greek Monolingual
και αλληγοριστής, ο (Α ἀληγορητής) ἀλληγορῶ
αυτός που παριστάνει ή ερμηνεύει κάτι αλληγορικά.