ἀλληγορικός
English (LSJ)
ἀλληγορική, ἀλληγορικόν, figurative, allegorical, Demetr.Eloc.282; ἀλληγορικός στόμφος Longin.32.7. Adv. ἀλληγορικῶς = figuratively, allegorically, Cleanth.Stoic.1.118, Demetr.Eloc.243.
Spanish (DGE)
ἀλληγορική, ἀλληγορικόν
I en gener.
1 que tiene significado diferente u oculto, alegórico de palabras y frases καὶ ἐξ ἀλληγορικοῦ τινος παραλαμβανομένου ... οἷόν ἐστι τὸ «οὑ τέθνηκεν Ἀλέξανδρος ... ὦζεν γὰρ ἂν ἡ οἱκουμένη τοῦ νεκροῦ» τὸ μὲν γὰρ «ὦζεν» ἀντὶ τοῦ «ᾐσθάνετο» ἀλληγορικὸν καὶ ὑπερβολικὸν ἅμα Demetr.Eloc.282, 283, εἰς ἀκράτους ... μεταφορὰς καὶ εἰς ἀλληγορικὸν στόμφον ἐκφερόμενον llevado a metáforas desmedidas y una hinchazón alegórica Longin.32.7.
2 de los sueños que tiene un significado alusivo u oculto, de significado alegórico τῶν ὀνείρων οἱ μέν εἰσι θεωρηματικοὶ οἱ δὲ ἀλληγορικοί Artem.1.2, ἀλληγορικοὶ (ὄνειροι) δὲ οἱ δι' ἄλλων ἄλλα σημαίνοντες, αἰνισσομένης ἐν αὐτοῖς φυσικῶς τι [καὶ] τῆς ψυχῆς Artem.1.2, cf. 4.1.
II en la exégesis de textos poét. y relig.
1 que tiene un significado diferente al aparente, alegórico de los nombres homéricos τῶν φιλοσοφεῖν ἀλληγορικοῖς ὀνόμασιν χρησαμένων Heraclit.All.24, c. lo cual se salva la supuesta impiedad de un texto visto desde una religiosidad más racionalizada, Heraclit.All.1, 27
•de la mit. gr. desde el punto de vista crist. εἰ δὲ ἀλληγορικαί (ἱστορίαι), μῦθοί εἰσι καὶ οὐκ ἄλλο τι Aristid.Apol.13.7.
2 en la exégesis bíblica, esp. la alejandrina alegórico Eus.DE 7.3 (p.343.26), PE 8.8.56.
III subst.
1 ὁ ἀλληγορικός partidario del método alegórico, alegorista (ἡ Μωυσέως ἀδελφὴ) ἐλπὶς δὲ παρ' ἡμῖν τοῖς ἀλληγορικοῖς ὀνομάζεται Ph.1.677.
2 τὸ ἀλληγορικόν = método de interpretación alegórica τοῦ ἀλληγορικοῦ τὸ ἱστορικὸν πλεῖστον ὅσον προτιμῶμεν Diodor.T.Gen.M.33.1580A.
IV adv. ἀλληγορικῶς, ἀλληγορικώτερον
1 con segundo sentido o intención doble τὸ «χαμόθεν οἱ τέττιγες ὑμῖν ᾄσονται» δεινότερον ἀλληγορικῶς ῥηθέν la frase «las cigarras os cantarán desde el suelo» resulta más terrible por ser dicha con doble intención Demetr.Eloc.243, cf. Tz.Comm.Ar.3.728.1.
2 con otro significado, alegóricamente de los nombres homéricos Ἀγαμέμνονα τὸν αἱθέρα ... εἶπεν ἀ. Metrod.Phil.A 4, ἀλληγορικῶς φησι δηλοῦσθαι τὸν λόγον (μῶλυ) δι' οὗ μωλύονται αἱ ὁρμαὶ καὶ τὰ πάθη Cleanth.Stoic.1.118, παθῶν οὖν ἀνθρωπίνων ὡσπερεὶ ζωγράφος Ὅμηρος ἐστιν, ἀλληγορικῶς τὸ συμβαῖνον ἡμῖν θεῶν περιθεὶς ὀνόμασιν Heraclit.All.37, cf. 19, 23, 26, 30, en la exposición y exégesis de poetas y filósofos ταῦτα δὲ ἀ. ἐν τῷ Φαίδρῳ προσωμοίωσε ἵπποις τε καὶ ἡνιόχῳ Heraclit.All.17, ἔγχος· ἀλληγορικῶς ἡ βοήθεια Sch.S.OT 170, cf. Sch.Arat.254, en la exégesis bíblica ἀλληγορικῶς εἴρηνται Clem.Al.Paed.3.7.38, τούτου τοῦ παραδείσου ἀ. οἱ ἄγγελοι κέκληνται ξύλα Hippol.Haer.5.24, Origenes Io.13.40 (p.267.4)
•compar. ἀλληγορικώτερον = de manera más alegórica, más claramente alegórico οὐ γὰρ ἄτοπον αὐτὸν μὲν εἶναι κυρίως θρόνον τοῦ πατρός, ἀλληγορικώτερον οὐρανὸν καλούμενον Origenes Or.23.4, cf. Sch.Pi.P.4.325.
German (Pape)
[Seite 102] ἀλληγορική, ἀλληγορικόν, bildlich, z. B. ὄνειροι Artemidor. – Adv., im allegorischen Ausdrucke, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλληγορικός: ἀλληγορική, ἀλληγορικόν, εἰς ἀλληγορίαν ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος, Λογγῖν. 32, κτλ. Ἐπίρρ. ἀλληγορικῶς, Δημ. Φαλ. 254.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀλληγορικός, ἀλληγορική, ἀλληγορικόν) ἀλληγορία
1. αυτός που εκφράζεται με αλληγορίες, αυτός που άλλα λέγει και άλλα εννοεί
2. αυτός που περιέχει ή χρησιμοποιεί μεταφορικές εκφράσεις.
Translations
allegorical
Asturian: alegóricu; Belarusian: алегарычны; Bulgarian: алегоричен; Catalan: al·legòric; Czech: alegorický; Danish: allegorisk; Dutch: allegorisch; Esperanto: alegoria; Finnish: allegorinen; French: allégorique; Galician: alegórico; German: allegorisch, sinnbildlich; Greek: αλληγορικός; Ancient Greek: ἀλληγορικός; Hungarian: allegorikus, jelképes; Italian: allegorico; Latvian: alegorisks; Polish: alegoryczny; Portuguese: alegórico; Russian: аллегорический; Scottish Gaelic: samhlachail; Serbo-Croatian: alegoričan; Spanish: alegórico; Swedish: allegorisk; Ukrainian: алегоричний; Volapük: lalegorik
figurative
Arabic: اِسْتِعَارِيّ, مَجَازِيّ, رَمْزِيّ; Azerbaijani: məcazi; Bulgarian: преносен, метафоричен; Catalan: figuratiu; Chinese Mandarin: 比喻, 象徵, 象征; Czech: přenesený, obrazný; Danish: overført, billedlig; Dutch: overdrachtelijk, figuurlijk; Estonian: kujundlik; Finnish: kuvaannollinen; French: figuratif, figuré; Galician: figurativo; Georgian: მეტაფორული, ხატოვანი, გადატანითი; German: bildlich, figürlich, metaphorisch, symbolisch, übertragen, uneigentlich, verblümt; Greek: μεταφορικός; Ancient Greek: ἀλληγορικός, τροπικός; Hungarian: átvitt, képletes, jelképes; Italian: figurativo; Japanese: 比喩的な; Latin: tropicus; Norwegian Bokmål: billedlig; Nynorsk: biletleg; Occitan: figurat; Persian: استعاری, انگاری; Polish: przenośny; Portuguese: figurativo; Romanian: figurativ; Russian: переносный, образный, фигуральный, метафорический; Scottish Gaelic: samhlachail; Spanish: figurativo, figurado, traslaticio; Swedish: figurativ; Turkish: mecazi; Ukrainian: образний, переносний; Vietnamese: nghĩa bóng