ἀλληλένδετος

German (Pape)

[Seite 102] gegenseitig verbunden, Sp.

Spanish (DGE)

-ον
entrelazado, engarzado ἐν ἀλύσει χρυσῇ κρικίοις ἀλληλενδέτοις en una cadena de oro de anillas entrelazadas Meth.Palm.M.18.384A, de la Trinidad, Gr.Nyss.M.44.1341D
en ret. ὑποθέσεις Sch.A.Pr.36.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀλληλένδετος, -ον)
συνήθως στον πληθ. (κυριολ. και μτφ.) αυτοί που αμοιβαία συνδέονται με άλλους, αυτοί που αμοιβαία εξαρτώνται από άλλους
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αλληλένδετο
αλληλοσύνδεοη, αλληλεξάρτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλ(ο)- + -ένδετος (< ἐνδῶ (-έω) «συνδέω»)].