αλληλεξάρτηση

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

και αλληλο-, η αλληλεξαρτώ
αμοιβαία εξάρτηση προσώπων ή πραγμάτων μεταξύ τους, αλληλεπίδραση, το αλληλένδετο.