αλληλεξάρτηση

From LSJ

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source

Greek Monolingual

και αλληλο-, η αλληλεξαρτώ
αμοιβαία εξάρτηση προσώπων ή πραγμάτων μεταξύ τους, αλληλεπίδραση, το αλληλένδετο.