ἀλλοιώδης

English (LSJ)

ἀλλοιῶδες, strange, altered in appearance, τὰς ὄψιας Aret.SD1.6; strange in manner, Vett. Val.18.5.

Spanish (DGE)

-ες
1 de aspecto alterado τὰς ὄψιας Aret.SD 1.6.8.
2 de carácter cambiante, inconstante, veleidoso Vett.Val.18.5.

German (Pape)

[Seite 104] ες, von anderer Art, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοιώδης: -ες, ὁ ἀλλοῖος κατὰ τὸ εἶδος, λέξ. μεταγ.

Greek Monolingual

ἀλλοιώδης, -ες (Α) ἀλλοῖος
αλλιώτικος στην όψη, παράξενος.