ἀλογώδης

English (LSJ)

ἀλογῶδες, irrational, v.l. Arist.Spir.481b27 (Comp.); τὰ ἀλογωδέστερα ψυχῶν γένη Procl.in Cra.p.69 P.

Spanish (DGE)

-ες irracional, γένη Procl.in Cra.p.69.2.

German (Pape)

[Seite 108] ες, von unvernünftiger Art, Arist. spir. 2, 6, l. d.

Russian (Dvoretsky)

ἀλογώδης: кажущийся непонятным, невероятный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλογώδης: -ες, (εἶδος) ὁ φαινόμενος ἄλογος, διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. περὶ Πνεύμ. 2. 6.

Greek Monolingual

ἀλογώδης, -ες (Α) (άλογος)
αυτός που φαίνεται άλογος, ανόητος, παράλογος.