ἀλωπόχροος

English (LSJ)

ον, contr. ἀλωπόχρους, ἀλωπόχρουν, fox-coloured, f.l. for ἀλφιτόχρους, AB 381, Eust. 1968.39.

German (Pape)

[Seite 113] VLL., fuchsfarbig.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλωπόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, = ὁ ἔχων χρῶμα ἀλώπεκος, Α. Β. 381, Εὐστ.