ἀμέλαθρος

English (LSJ)

ἀμέλαθρον, houseless, Man.4.113.

Spanish (DGE)

-ον sin hogar βροτοί Man.4.113.

German (Pape)

[Seite 121] ohne Haus, Maneth. 4, 43. 113.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέλαθρος: -ον, = ἄνευ μελάθρου, ἄοικος, Μανέθ. 4. 113.