ἀμήνυτος
English (LSJ)
ἀμήνυτον, not denounced, Hld.8.13, cf. Theognost.Can.83. Adv. ἀμηνυτί = unannounced, without warning, Steph.in Hp.1.100 D., al., prob. in A.D.Adv.161.8.
Spanish (DGE)
-ον
no indicado, secreto τὰ ἀμήνυτα κρύφια ... φωτίζειν Hld.8.13.4, cf. Theognost.Can.p.83.5.
German (Pape)
[Seite 123] nicht angezeigt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμήνῡτος: -ον, ὁ μὴ μηνυθείς, τὰ ἀμήνυτα κρύφια καὶ ἀθέμιτα, Ἡλιόδ. 8. 13. Παρὰ Βυζαντ. ὑπάρχει ἐπίρρ. -υτί.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμήνυτος, -ον) μηνύω
1. αυτός που δεν μηνύθηκε, δεν καταγγέλθηκε
2. αυτός που δεν προαναγγέλθηκε, που έρχεται ξαφνικά, απροειδοποίητα, δίχως να γνωστοποιήσει την άφιξή του.